προτιειλέω

προτιειλέω
προς - ειλέω, προτιειλέω (ϝειλέω), inf. προτιειλεῖν: press forward, Il. 10.347†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”